Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2008

Η αλήθεια είναι...

...
Οτι το ποίημα "Ο διακονιάρης" δεν ειναι δικό μου.

Μου το χάρισε ο ενδοξώτατος Κύριος Κώστας
που έρχεται και με βρίσκει εκει στο φαράγγι
με τον γεναιότατο Κύριο Ηρακλή...
Καθόλου δε φοβούνται οι ατρόμητοι...

Κατεβαίνουν τους γκρεμούς λες και πάνε στο καφενείο.

...μα δείτε τον Κύριο Κώστα απο που στην ευχή κατεβαίνει



τελείως ατρόμητος !


και με τι θάρος κυκλοφορεί εκεί στα γρεμνά
(φαίνεται και η σπηλιά μου στο βάθος)




και τι να πώ για τον Ατρόμητο Κύριο Ηρακλή
δείτε βλέμμα αετού και λύκου
στην άκρη του χάους ατρόμητος και γενναίος


μάλλον εδώ φαινεται το βλέμμα που έβγαλε τα γυαλιά...



και είναι και ποιητές ευαίσθητοι όσο δε παίρνει άλλο
και μεγάλοι ποιητές!
(το διάβασα ο ίδιος που το λένε οι άλλοι ποιητές που διαβάζουν τα ποιήματά τους...
-όλοι οι ποιητές ειναι καλοί ανθρώποι-
συνέχεια λένε ο ένας στο άλλο πόσο μεγάλος ποιητής ειναι ο άλλος και πόσο τους συγκίνησε
το ποίημά του...
πιο καλοί άνθρωποι δεν υπάρχουν!)
και ιδιαίτερα οι φίλοι μου
που έχουν και άλλα προτερήματα κρυφά και φανερά
που δε με φτάνουν ώρες να τα λέω
Ο Κύριος Ηρακλής μου χάρισε τα παπούτσια του
(γι αυτό ειναι ξυπόλυτος στην άκρη του χάους ο ατρόμητος)
και γράφει και μαντινάδες στις ποιήτριες .....

και ο Κύριος Κωστας είναι και επιστήμων..
και μου χάρισε το πατελόνι του
(αλλά δε θα βάλω τη φωτογραφία που στέκεται αγέρωχος στην άκρη του χάους παρόλο που έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον διότι φαίνεται (στο βλέμμα του) η τεράστια ανδρεία του)
σας προσκυνώ ενδοξότατοι φίλοι μου


να!
δείτε και το καταρράκτη για να μη νομίζετε πως λέω ψέματα..


πως να μην είμαι χαρούμενος που έχω τέτοιους φίλους




ο διακονιάρης

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2008

ο διακονιάρης


Τρείς μέρες βρέχει στα χαμηλά
χάθηκε η θάλασσα χάθηκε ο κάμπος
τρεις μέρες βρέχει στο βουνό
τρεις μέρες βρέχει στο φαράγγι.

Όταν ξεκόψει
θα βγω απ τη σπηλιά μου
που μ έχει ο βράχος αγκαλιά
που βρέχεται
στη αγκαλιά του ουρανού
και θα πεινώ.

Θα βγω απ το φαράγγι
και θα σταθώ
να μυρίζομαι στον αποβροχάρη αέρα
τους βρεγμένους βράχους
τη κορφή
και τη φωτιά στα τζάκια
των ανθρώπων
που έχουν νου
και σπίτια και φωτιά

Όταν χτυπώ τις πόρτες τους
βγαίνουνε οι νοικοκυρές
να μου δώσουνε ψωμί
και χαμόγελο
βγαίνουν και οι γερόντοι .
Kουνούνε τη κεφάλα τους
και λένε
-κρίμα το άνθρωπο-
μου δίδουν οι νοικοκυρές
ψωμί και παξιμάδι
και τους φιλώ τα χέρια.
Έτσι μου μάθανε οι κατσίκες
όταν τους δίνω το ψωμί
στο στόμα.

Έχω τρεις φαντές πατανίες
ναι τρείς!
τη νύκτα που βγαίνει το φεγγάρι
στους γκρεμούς
και τρέχει ο καταρράκτης

είναι η σπηλιά μου νοτική
-μάτι του κύκλωπα του βράχου-
σα φωλιά χωρίς βάθος ,πίσω από το πέτρινο βλέφαρο
και πότε κοιμούμαι έτσι
να βλέπω του φεγγαριού τα όνειρα
στη μέση του πελάγους
πότε αλλιώς
να βλέπω το καταρράκτη με τ άσπρα νερά
να πέφτουνε στη ψυχή μου
να τη ποτίζουν γάλα
και δε μπορώ να μη γελώ
στη αγκαλιά του βράχου
και στο φώς του φεγγαριού
και δε μπορώ να μη γελώ
όταν φιλώ τα χέρια τους
γιατί καταλαβαίνουν οι γυναίκες
οι άντρες όχι
μόνο κουνούνε τη κεφάλα τους σα τους τράγους
και λένε
-κρίμας Θεέ μου το άνθρωπο-
και λένε
έλα να πιείς μια ρακή
δε καταλαβαίνουν
ότι πρέπει πρώτα να περάσω από τα σπίτια
να μου πετάξουν πέτρες τα μικρά
και οι γριές τις βέργες τους
να με γαυγίσουν και οι σκύλοι
να μετά φύγω.

Γιατί είμαι του φαραγγιού ο διακονιάρης
και πρέπει έτσι να γίνουν τα πράγματα.
…….
Γελά ο βράχος μου που τον χαϊδεύουν τα νερά
στην αγκαλιά του ουρανού
γελώ και γω στην αγκαλιά του βράχου

και έχω φεγγάρια , πέλαγος ,φαράγγι, καταρράκτη
πολλά πολλά μικρά παιδιά να μου πετούνε πέτρες
σκύλους να μου γαυγίζουνε
γερόντους να λυπούνται
και έχω και τρείς φαντές πατανίες
ολόκληρες.